- ανώδυνος
- -η, -ο (Α ἀνώδυνος, -ον)αυτός που δεν προξενεί πόνο ή που γίνεται χωρίς οδύνη, χωρίς πόνονεοελλ.μτφ.α) αυτός που δεν προξενεί θλίψη ή στενοχώριαβ) δίχως επιπτώσεις, ανεπαίσθητοςαρχ.1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, που δεν υποφέρει2. (για φάρμακα) αυτός που παύει ή καταπραΰνει τον πόνο3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνώδυνονη ανωδυνία.
Dictionary of Greek. 2013.